O Προσηλυτισμός

Eίναι η ποινικοποίηση της διάδοσης της πίστης.
Είναι γνωστό ότι κάθε πίστη διεκδικεί διάδοση. Είναι μάλιστα εύλογο οι θρησκευτικές μειονότητες να διεκδικούν με περισσότερο ζήλο την εξάπλωσή τους. Εμπόδιο σε αυτή την εξάπλωση θέλησε να σταθεί ο ποινικός νόμος του 1938 για τον προσηλυτισμό. Συγκεκριμένα, το αδίκημα του προσηλυτισμού ρυθμίζεται από το άρθρο 4 του α.ν. 1363/38, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1672/39. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 4 προβλέπει ότι «ο ενεργών προσηλυτισμό τιμωρείται διά φυλακίσεως και χρηματικής ποινής», ενώ η δεύτερη παράγραφος ορίζει ότι «προσηλυτισμός ιδία είναι η διά πάσης φύσεως παροχών ή δι’ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά μέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτική συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής». Η τρίτη παράγραφος καθιστά την εκτέλεση της πράξης σε σχολείο ή σε μορφωτικό ή φιλανθρωπικό ίδρυμα ιδιαίτερα επιβαρυντική αιτία.

Κατά την πιθανότερη εκδοχή, άμεσος στόχος του νομοθέτη του 1938 ήταν οι Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι ήδη από την εποχή εκείνη σημείωναν σοβαρές επιτυχίες προσέλκυσης πιστών. Βεβαίως, ο νόμος αυτός επηρέαζε και την δράση των υπολοίπων θρησκευτικών μειονοτήτων.

Από το 1938 και επέκεινα, λοιπόν, τα ποινικά δικαστήρια της χώρας, με προτροπές και παρεμβάσεις των επιτόπιων μητροπολιτών, καταδίκαζαν σε φυλάκιση όσους διένειμαν έντυπα μη ορθόδοξα, μιλούσαν για το Ευαγγέλιο ή άνοιγαν επίμονα συζητήσεις για το νόημα της ζωής ή τον ειρηνισμό.

Η γενική αυτή πρακτική δίωξης της διάδοσης της πίστης δεν σταμάτησε ούτε μετά τη ψήφιση του προστατευτικότερου για την θρησκευτική ελευθερία Συντάγματος του 1975.
Και τούτο διότι και μετά το 1975 ο Άρειος Πάγος δεν θεράπευσε τις νομοτεχνικές ατέλειες της ποινικής αυτής διάταξης. Ποιες είναι αυτές; Πρώτη η ενδεικτική και όχι εξαντλητική απαρίθμηση των τρόπων πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν περισσότερα του ενός εγκλήματα και, δεύτερη, το ενδεχόμενο διάπραξης του εγκλήματος από πρόσωπα που επιχειρούν να προσηλυτίσουν με μέσα που κάθε άλλο παρά αθέμιτα μπορούν να χαρακτηρισθούν.

Εν τούτοις, τα νομικά ζητήματα που γεννά η ποινική ρύθμιση για το αδίκημα του προσηλυτισμού δεν σταματούν εδώ. Ο Άρειος Πάγος στηρίζεται στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των «θυμάτων» του προσηλυτισμού για να αποδείξει την «κατάχρηση απειρίας», την «εκμετάλλευση της πνευματικής αδυναμίας» και την «εκμετάλλευση της κουφότητας». Επιπρόσθετα το ακυρωτικό δεν απαιτεί ο ενεργών τον προσηλυτισμό να υπερέχει σε μορφωτικό επίπεδο από τον υποψήφιο προσήλυτο (για τον οποίο έτσι και αλλιώς απαιτείται χαμηλό μορφωτικό επίπεδο), προκειμένου να αποδειχθούν η «αδυναμία», η «πνευματική απειρία» και η «κουφότητα» του προσήλυτου.

Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν από τις δύο σχετικές, καταδικαστικές, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: την Απόφαση Κοκκινάκης και την Απόφαση Λαρίσης και λοιποί. Και στις δύο αυτές Αποφάσεις, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική ελευθερία των προσφευγόντων διότι, στις προκειμένες περιπτώσεις, οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου απλώς αναπαρήγαγαν την ατελή ποινική διάταξη, χωρίς να αιτιολογούν με ποιόν τρόπο ο προσφεύγοντες, Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά και Πεντηκοστιανοί αντιστοίχως, επιχείρησαν με απατηλά και παράνομα μέσα να μεταβάλουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ορθόδοξων πάντοτε υποψήφιων προσηλύτων.

Στο κρίσιμο ερώτημα αν, σήμερα, που δεν συναντάμε πλέον καταδίκες των ποινικών δικαστηρίων για προσηλυτισμό, μπορεί να διασωθεί η ποινική διάταξη περί προσηλυτισμού, η απάντηση είναι αρνητική διότι, πρώτον, υφίσταται πάντοτε η απειλή άσκησης ποινικής δίωξης μετά από σχετική επιμέλεια του επιχώριου μητροπολίτη και, δεύτερον και κυριότερο, η διάταξη είναι αντισυνταγματική.

Η θέση αυτή βασίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα:
α) Η συγκεκριμένη διάταξη κολάζει ποινικά μόνο τον προσηλυτισμό σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας. Αυτό προκύπτει από την πρόθεση του νομοθέτη, τον τίτλο του νομοθετήματος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των συνταγματικών επιταγών που εξειδίκευε και την πάγια νομολογία των ποινικών δικαστηρίων.

β) Εν τούτοις, το ισχύον άρθρο 13 παρ. 2 εδ. γ΄ του Συντάγματος 1975 θεσπίζει γενική απαγόρευση του προσηλυτισμού («ο προσηλυτισμός απαγορεύεται»), στην οποία περιλαμβάνεται και ο προσηλυτισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας.

γ) Για να βρίσκεται σε συμφωνία με την νέα συνταγματική επιταγή, η διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1363/38 θα έπρεπε να εφαρμοστεί αναλογικά και στους οπαδούς της επικρατούσας θρησκείας. Η επέκταση, όμως, του αξιοποίνου και σε άλλες περιπτώσεις, που δεν προβλέπονται από τον νόμο, προσκρούει στην βασική αρχή του ποινικού δικαίου nullum crimen nulla poena sine lege, που κατοχυρώνει το άρθρο 7 παρ. 1 Σ.

δ) Συνεπώς, η διάταξη του α.ν. 1363/38 δημιουργεί ανισότητα ανάμεσα στους οπαδούς της επικρατούσας και των άλλων θρησκειών, γιατί την καθιστά αξιόποινη μόνο για τους δεύτερους και γι’ αυτό τον λόγο αντίκειται στην αρχή της ισότητας και στην ελευθερία της λατρείας (άρθρα 4 παρ. 1 και 13 Σ).

Τέλος, θέλω να προσθέσω ένα ακόμη, συγκριτικό, επιχείρημα υπέρ της κατάργησης: το αδίκημα του προσηλυτισμού δεν συναντάται σε άλλη δυτικοευρωπαϊκή ποινική νομοθεσία, πλην της ελληνικής. Αντιθέτως, το ίδιο αδίκημα συναντούμε στα ακόλουθα θεοκρατικά ή απολυταρχικά καθεστώτα: στη Βόρειο Κορέα, στο Ισραήλ, στο Μαρόκο, στο Μπρουνέι, στο Νεπάλ, στην Αρμενία και στο Ουζμπεκιστάν.

Από την "Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του ανθρώπου"

Δεν υπάρχουν σχόλια: